ΟΡΙΣΜΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Ο όρος «ανάπτυξη» αναφέρεται σε μία προοδευτική σειρά από  αλλαγές που παρατηρούνται σε ένα παιδί από τη γέννησή του έως την ηλικία της εφηβείας. Είναι πλέον γνωστό ότι δεν μιλάμε για τις σωματικές αλλαγές που συντελούνται στο παιδί και μόνο, αλλά για τις αλλαγές σε όλους τους τομείς της ανάπτυξης: τον κινητικό, νοητικό, γλωσσικό, ψυχοσυναισθηματικό, κοινωνικό. Καθώς το σώμα του παιδιού αναπτύσσεται, παράλληλα προχωρά η διαφοροποίηση και εξέλιξη των λοιπών ψυχοκινητικών του δομών και λειτουργιών όπως είναι ο λόγος και η ομιλία, η κίνηση, η κοινωνικότητα, η νόηση, το συναίσθημα.

Η διαδικασία της ανάπτυξης είναι συνεχής. Ξεκινά με την απόλυτη εξάρτηση και ολοκληρώνεται με την κατάκτηση της πλήρους αυτονομίας. Ο τρόπος με τον οποίο  προχωρά, είναι σαφής, ακριβής και κοινός για όλα τα παιδιά του κόσμου. Ακολουθεί μια σειρά από συγκεκριμένες φάσεις με γνωρίσματα, ικανότητες και επιτεύγματα χαρακτηριστικά για την κάθε μια, που είναι κοινώς γνωστά ως  αναπτυξιακά στάδια ή ορόσημα. Ένα παιδί πρέπει να κατακτήσει πρώτα τις  δεξιότητες ενός συγκεκριμένου  σταδίου  για να προχωρήσει στις επόμενες και αυτό γιατί κάθε στάδιο «χτίζεται» έχοντας σαν βάση του το αμέσως προηγούμενο. Έτσι, για παράδειγμα όλα τα παιδιά στον κόσμο, πρώτα  θα καθίσουν και μετά θα περπατήσουν, πρώτα θα βαβίσουν και μετά θα μιλήσουν.

Ενώ η διαδικασία της ανάπτυξης είναι συγκεκριμένη, ο ρυθμός με τον οποίο η εξέλιξη προχωρά μπορεί να διαφέρει από  παιδί σε παιδί,  έτσι αρκετές φορές ακούμε μητέρες να λένε «άργησε να μιλήσει» ή «περπάτησε πολύ νωρίς», συγκρίνοντας τις δεξιότητες του παιδιού τους με αυτό που είναι κοινώς αποδεκτό ως «φυσιολογικό».

Πώς καθορίζεται όμως αυτός ο διαφορετικός ρυθμός εξέλιξης του κάθε παιδιού; Γενετικά ελεγχόμενες διαδικασίες και η  συμβολή του περιβάλλοντος και συγκεκριμένα της μάθησης που συντελείται μέσα από αυτό, είναι οι  κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν το ρυθμό με τον οποίο το κάθε παιδί κατακτά ένα αναπτυξιακό στάδιο. Τα γονίδια είναι το γενετικό υλικό που οι γονείς περνούν στα παιδιά τους και αποτελούν το σχεδιάγραμμα για τα χαρακτηριστικά που θα έχει, για παράδειγμα  αν θα είναι αριστερόχειρας ή δεξιόχειρας. Το περιβάλλον από την άλλη, μπορεί να ενισχύσει ή να περιορίσει το γενετικό σχεδιάγραμμα του παιδιού. Ένα περιβάλλον που παρέχει ερεθίσματα στο παιδί, στηρίζει την απόκτηση νέων εμπειριών και της μάθησης και είναι στοργικό και ασφαλές, ενισχύει τα ήδη θετικά του χαρακτηριστικά. Αντίθετα ένα περιβάλλον αποτρεπτικό και περιοριστικό, αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα ανάπτυξης.

Σε γενικές γραμμές μπορούμε να χωρίσουμε την παιδική ανάπτυξη σε 5 χρονικές περιόδους:

  • Εμβρυακή Ηλικία (σύλληψη-γέννηση)
  • Βρεφική Ηλικία (0-2 έτη)
    Πρόκειται για μία περίοδο πλήρους εξάρτησης του βρέφους από τη μητέρα. Είναι μια ιδιαίτερα σημαντική περίοδος καθώς χτίζεται ένας ισχυρός δεσμός ανάμεσα στο βρέφος και το άτομο που το φροντίζει, που είναι καθοριστικής σημασίας για τη μετέπειτα ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη του παιδιού και την  ικανότητά του να αναπτύξει σχέσεις εμπιστοσύνης με τους άλλους. Το βρέφος εδώ γνωρίζει τον κόσμο ασθησιοκινητικά, μέσα από τις αισθήσεις του και τις κινητικές του αντιδράσεις/δραστηριότητες, αλλά και τα ερεθίσματα που δέχεται από το περιβάλλον του.
  • Νηπιακή Ηλικία (3-5 έτη)
    Πρόκειται για μία περίοδο πλούσιας δραστηριότητας κι εξέλιξης σε όλους τους τομείς. Σωματικά δεν παρατηρούνται δραματικές αλλαγές, αντίθετα οι αλλαγές στους υπόλοιπους τομείς είναι ιδιαίτερα σημαντικές: Η κινητική δραστηριότητα αυξάνει, η γλωσσική ανάπτυξη είναι ραγδαία, η τάση για αυτονομία και κοινωνικοποίηση κάνουν την εμφάνισή τους. Η έντονη εγωπάθεια και τα ξεσπάσματα θυμού που συναντώνται κατά τα πρώτα χρόνια της περιόδου, περιορίζονται καθώς το παιδί μαθαίνει να αναχαιτίζει τις ορμές του και γίνεται  μέλος της ομάδας.
  • Σχολική Ηλικία (6-12 έτη)
    Το παιδί από το προστατευμένο οικογενειακό περιβάλλον, εισέρχεται στον πραγματικό κόσμο. Ο ρόλος που υιοθετεί είναι αυτός του μαθητή, καθώς περνά στο σχολείο τον περισσότερο χρόνο του. Κατ’ αυτήν την περίοδο σταθεροποιούνται, συμπληρώνονται και διευρύνονται οι κατακτήσεις της προηγούμενης περιόδου. Το σχολείο, περισσότερο από την οικογένεια, παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του νοητικού, γλωσσικού, κοινωνικού και συναισθηματικού επιπέδου του παιδιού. Τα παιδιά αυτής της ηλικίας, επιδεικνύουν φιλοπονία και παραγωγικότητα και μαθαίνουν να εργάζονται με σταθερότητα και οργάνωση. Το ενδιαφέρον τους στρέφεται στους συνομηλίκους τους και δημιουργούν παρέες και φιλίες, η ένταξη ή αποδοχή στις οποίες αποκτά γι’ αυτά μεγάλη σημασία. Μάλιστα μέσα από αυτές τις σχέσεις αρχίζουν να μαθαίνουν το καλό, το κακό και το δίκαιο. Τέλος, μέσα από την ωρίμανση της σκέψης τους μπορούν να επεξεργαστούν τη νέα γνώση, να αντιληφθούν τα συναισθήματα των άλλων, να αποκτήσουν αυτογνωσία και αυτοαντίληψη.
  • Εφηβική ηλικία (12-18 έτη)
    Είναι η τελευταία αναπτυξιακή περίοδος, ιδιαίτερα σημαντική για δύο λόγους: πρώτον γιατί  ολοκληρώνεται η κατάκτηση κι εξέλιξη των δεξιοτήτων  και δεύτερον γιατί σημειώνονται έντονες βιοσωματικές αλλαγές, που μαγικά σχεδόν, μεταμορφώνουν το παιδί της σχολικής ηλικίας σε ένα νέο άτομο. Η περίοδος αυτών των  βιοσωματικών αλλαγών ή ήβη, όπως αλλιώς ονομάζεται, προκαλούν μεταβολή στην εικόνα του σώματος, έντονο συναισθηματισμό και  αφύπνιση της ερωτικής ορμής. Το νέο άτομο καλείται να διαχειριστεί τις αλλαγές αυτές  και να περάσει πλέον στην ενήλικη ζωή. Η στήριξη της οικογένειας αυτό το διάστημα είναι μείζονος σημασίας και καθορίζει το πόσο ομαλή ή ταραχώδης θα είναι η μετάβαση αυτή για τον έφηβο